- πύκτας
- πύκτας1 boxer
πύκτας δ' ἐν Ὀλυμπιάδι νικῶν O. 10.16
πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν N. 5.52
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πύκτας δ' ἐν Ὀλυμπιάδι νικῶν O. 10.16
πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν N. 5.52
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πύκτας — πύκτᾱς , πύκτης boxer masc acc pl πύκτᾱς , πύκτης boxer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύκτης — και δωρ. τ. πύκτας, ὁ, Α 1. πυγμάχος 2. προσωνυμία τού Απόλλωνος στους Δελφούς ως προστάτη τών αγώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πύξ] … Dictionary of Greek